εσταμεναι

εσταμεναι
    ἑστάμεναι
    (ᾰ) эп. inf. pf. к ἵστημι См. ιστημι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εσταμεναι" в других словарях:

  • ἑστάμεναι — ἵστημι make to stand perf inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστάμεν' — ἑστάμεναι , ἵστημι make to stand perf inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»